Τα λύματα της Θεσσαλονίκης και άλλων μεγάλων πόλεων στη Βόρεια Ελλάδα, στην Πελοπόννησο, στις αποχετεύσεις επιχειρήσεων με περισσότερους από 300 εργαζόμενους, αλλά και στα αποχετευτικά δίκτυα ευρωπαϊκών πόλεων, οι οποίες έχουν πληγεί ιδιαίτερα από τον κορονοϊό, όπως το Παρίσι, οι Βρυξέλλες, το Άμστερναμ, αναλύει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μέσα από τη διεθνώς πρωτοποριακή μέθοδο, που ανέπτυξε διεπιστημονική ομάδα του αποτελούμενη από ερευνητές επτά τμημάτων και 11 εργαστηρίων.
Το Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων παρακολούθησε τη διαδικασία υπολογισμού του ιικού φορτίου στα λύματα της Θεσσαλονίκης, από τη στιγμή της συλλογής των δειγμάτων στην Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων της ΕΥΑΘ, μέχρι τον εξορθολογισμό των αναλύσεων στα εργαστήρια του ΑΠΘ, με βάση 24 περιβαλλοντικές παραμέτρους. Από τον περασμένο Μάρτιο που ξεκίνησε το πρόγραμμα σε συνεργασία με την ΕΥΑΘ, η ομάδα του Αριστοτελείου καταγράφει κάθε εβδομάδα με σαφήνεια την πορεία της πανδημίας στην πόλη, με μία προγνωστική ικανότητα 3-5 ημερών, καθώς αυτό το χρονικό διάστημα αποδείχθηκε πως μεσολαβεί ως την επιβεβαίωση της επιδημιολογικής εικόνας που δίνουν τα λύματα, από την κλινική εικόνα, όπως αποτυπώνεται από τα κρούσματα φορέων του κορονοϊού που ανακοινώνει καθημερινά ο ΕΟΔΥ.
«Η συνεργασία των επτά διαφορετικών τμημάτων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου μαζί με την ΕΥΑΘ στην κατεύθυνση της μέτρησης της συγκέντρωσης του ιικού φορτίου του κορονοϊού στα λύματα της Θεσσαλονίκης αποτελεί μία πρωτοποριακή συνεργασία, τόσο σε επιστημονικό επίπεδο, όσο και σε κοινωνικό», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικά υπεύθυνος του ερευνητικού έργου, καθ. Νίκος Παπαϊωάννου, εξηγώντας πως «το επιστημονικό επίπεδο είναι εκείνο το οποίο σχετίζεται με τη χρήση μεθόδων, οι οποίες μέχρι τώρα δεν έχουν χρησιμοποιηθεί και πραγματικά το αποτέλεσμα είναι τέτοιο, που ανταποκρίνεται τόσο στην πραγματικότητα, όσο και στη σωστή επιστημονική έρευνα», ενώ «η κοινωνική προσφορά αυτής της συνεργασίας έγκειται στην ανάλυση των λυμάτων, όχι μόνο του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, αλλά και πολλών άλλων πόλεων, που έχουν προστρέξει στη διεπιστημονική μας ομάδα, για την ανίχνευση και την πρόγνωση της πανδημικής αυτής κατάστασης στις περιοχές τους».
«Στη διάθεση της κοινωνίας και της Πολιτείας»
«Πρότασή μας ήταν και παραμένει η δημιουργία ενός Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Επιδημιολογίας Λυμάτων, διότι σε ένα τέτοιο κέντρο αναφοράς χρειάζεται μία πολυεπίπεδη συνεργασία, πολλών ειδικοτήτων, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι πραγματικά χειροπιαστό και ουσιαστικό για την Πολιτεία», επισημαίνει ο πρύτανης του ΑΠΘ.
Η διεπιστημονική ομάδα του ΑΠΘ που ασχολείται με την επιδημιολογία λυμάτων αποτελείται από επιστήμονες που προέρχονται από 11 διαφορετικά εργαστήρια του ΑΠΘ, από τα Τμήματα Ιατρικής, Κτηνιατρικής, Φαρμακευτικής, Βιολογίας, Χημείας, Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης.
«Η δική μας συνεισφορά στη διεθνή βιβλιογραφία ήταν καθοριστική, όταν για πρώτη φορά είπαμε ότι οι μετρήσεις του ιικού φορτίου πρέπει να διορθώνονται και να εξορθολογίζονται με βάση τις περιβαλλοντικές παραμέτρους στα λύματα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Χημείας του ΑΠΘ, Θόδωρος Καραπάντσιος, διευκρινίζοντας πως «τα λύματα δεν είναι σταθερά, μέρα με μέρα υπάρχει αλλαγή, όχι μόνο στην παροχή, αλλά και στα περιεχόμενα στερεά, στο οργανικό φορτίο και σε άλλες ιδιότητες όπως είναι το διαλυμένο οξυγόνο και η αλατότητα, παράμετροι που επηρεάζουν το πόσο εύκολα ή δύσκολα μπορεί να ανιχνευτεί το ιικό φορτίο στα λύματα», επομένως «αν κάποιος δεν το κάνει αυτό, αν δεν το πάρει υπόψη του, αυτό που μετράει είναι μία συγκέντρωση, η οποία είναι αναξιόπιστη, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί για να καταλάβει κανείς την εξέλιξη του ιικού φορτίου».
«Νέες τεχνικές με υπογραφή ΑΠΘ σε κάθε στάδιο της διαδικασίας»
Από τον Μάρτιο, που η διεπιστημονική ομάδα του ΑΠΘ διαμόρφωσε τα πρωτόκολλα για τον υπολογισμό της συγκέντρωσης του SARS-CoV-2 στα αστικά απόβλητα, ανέπτυξε νέες τεχνικές, για να μεγιστοποιήσει την ακρίβεια των αποτελεσμάτων των μετρήσεών της, οι οποίες στη Θεσσαλονίκη γίνονται με τρεις δειγματοληψίες εβδομαδιαίως. Οι τεχνικές αυτές δεν προσέδωσαν απλώς αξιοπιστία στη μεθοδολογία, αλλά την έφεραν στο επίκεντρο διεθνούς ενδιαφέροντος.
«Έχουμε αναπτύξει δικές μας τεχνικές σε όλα τα στάδια, από την αρχική προκατεργασία και προσυγκέντρωση, μέχρι και την αδρανοποίηση του ιού και τη μοριακή ανάλυση στη συνέχεια. Όλα αυτά βρίσκονται σε μία διεθνή δημοσίευση, σε ένα υψηλού κύρους διεθνές περιοδικό, όπου παρουσιάζουμε μέσα και τη δουλειά εξορθολογισμού και τη δουλειά της ανάλυσης. Μάλιστα, η δημοσίευση αυτή έγινε αφορμή να έλθουν σε επαφή μαζί μας μεγάλες πόλεις του εξωτερικού που αντιμετωπίζουν πρόβλημα, όπως το Παρίσι, το Άμστερνταμ, οι Βρυξέλλες, η Βοστόνη. Μας στέλνουν μετρήσεις και τις εξορθολογίζουμε, γιατί είναι κάτι το πολύ καινούριο και δεν μπορεί να το κάνει εύκολα ο καθένας», εξηγεί ο κ. Καραπάντσιος.
Προσθέτει, δε, πως «η πρωτοτυπία αυτή βρίσκει έδαφος και στην Ελλάδα», καθώς «εκτός από τα λύματα της Θεσσαλονίκης, αυτό με το οποίο ξεκινήσαμε και το συνεχίζουμε, αυτή τη στιγμή αναλύουμε λύματα και από άλλες πόλεις της Ελλάδας αλλά επίσης και ιδιωτικές εταιρείες, που απασχολούν κάποιες εκατοντάδες εργαζόμενους και στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, αλλά και της ευαισθησίας απέναντι στους εργαζόμενούς τους, μας στέλνουν δείγματα από τα λύματά τους και εντοπίζουμε και ποσοτικοποιούμε το ιικό φορτίο».
«Μάλιστα», συνεχίζει ο καθηγητής, «κάτι για το οποίο είμαστε υπερήφανοι είναι ότι ανιχνεύσαμε ιικό φορτίο σε μία εταιρεία, η οποία πίστευε ότι δεν υπήρχε κανένας φορέας του ιού κι όταν τους ενημερώσαμε βρέθηκε ο ασυμπτωματικός υπάλληλος και ήταν ένας μέσα στους περίπου 300», δηλαδή η τεχνική του ΑΠΘ «έχει πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία από τα εμπορικά κιτ αντιδραστηρίων που κυκλοφορούν».
Ο καθηγητής σημειώνει πάντως πως το διαχειριστικό φορτίο της έρευνας ξεπερνά πλέον τις δυνατότητες των εργαστηρίων. «Είμαστε στο όριό μας, δεν μπορούμε να εξυπηρετήσουμε τους πάντες. Το κάθε εργαστήριο έχει τις δικές του υποχρεώσεις και επειδή δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο έργο να υποστηρίζει την όλη δράση, την υποστηρίζουμε παράλληλα με όλα τα άλλα έργα που τρέχουν στα εργαστήρια»
«ΕΥΑΘ: Αναγκαία η γνώση της επιβάρυνσης των λυμάτων, όχι μόνο για την πορεία της πανδημίας, αλλά και για το τι τελικά πέφτει στον Θερμαϊκό»
Στην περιοχή της Σίνδου, δίπλα από τον Γαλλικό ποταμό, στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων της ΕΥΑΘ βρίσκεται ο δειγματολείπτης, ο οποίος δίνει τα στοιχεία για την πορεία της πανδημίας στη Θεσσαλονίκη. Είναι μια κατασκευή σε μέγεθος δίφυλλης ντουλάπας, που μέσα έχει μία αντλία και τα μπουκάλια μέσα στα οποία στη διάρκεια ολόκληρου του 24ώρου συλλέγονται μέσω αυτόματης διαδικασίας δείγματα των λυμάτων. Τα δείγματα μίας μέρας και της επόμενης ενώνονται από το προσωπικό της εταιρείας σε ένα άλλο μπουκάλι που πηγαίνει μετά στο Χημείο για την ανάλυση και παραδίδεται στο ΑΠΘ για τις διαδικασίες οι οποίες διεκπεραιώνονται στα 11 εργαστήριά του.
Ο καθηγητής Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ και πρόεδρος ΕΥΑΘ Άγις Παπαδόπουλος θυμάται πως όταν τον περασμένο Μάρτιο το Πανεπιστήμιο ζήτησε από την ΕΥΑΘ τη συνεργασία για τον προσδιορισμό του ιικού φορτίου μέσω των λυμάτων «ανταποκριθήκαμε με μεγάλη χαρά», γιατί «αφενός μεν ως εταιρεία έχουμε μία αυξημένη ευθύνη απέναντι στους κατοίκους του πολεοδομικού συγκροτήματος, αφετέρου επειδή έχουμε και ένα αξιόλογο τμήμα έρευνας, που δραστηριοποιείται σε μία σειρά ευρωπαϊκών και εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων, σε ό,τι αφορά την ποιότητα του νερού και τη διαχείριση των λυμάτων».
«Συνεργαζόμαστε από τότε μέχρι τώρα στενά με το Αριστοτέλειο και τη διεπιστημονική ομάδα υπό την καθοδήγηση του πρύτανη», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, επισημαίνοντας πως σήμερα «είμαστε στη φάση να επεκτείνουμε τη δραστηριότητά μας, έτσι ώστε να μπορούμε να προσδιορίσουμε χωρικά, σε επιμέρους περιοχές της πόλης το ύψος του ιικού φορτίου».
«Αυτό», εξηγεί ο πρόεδρος της ΕΥΑΘ, «προϋποθέτει μία μελέτη του αποχετευτικού δικτύου και παρεμβάσεις και κάποιον εξοπλισμό που προσπαθούμε να το υλοποιήσουμε ψάχνοντας και τους σχετικούς πόρους». Όπως τονίζει, «είναι σαφές ότι ως εταιρεία μας ενδιαφέρει ούτως ή άλλως να έχουμε μία συνεχή εικόνα της επιβάρυνσης των λυμάτων μας, γιατί αυτό προσδιορίζει και τη λειτουργία των εγκαταστάσεων επεξεργασίας, του βιολογικού καθαρισμού και επομένως και την ποιότητα των νερών που τελικά καταλήγουν στον Θερμαϊκό, που είναι ο τελικός αποδέκτης όλων των λυμάτων».
Πώς, όμως, θα γίνει ο χωρικός προσδιορισμός του ιικού φορτίου; «Μελετάμε το δίκτυο απορροής των λυμάτων. Η πόλη χωρίζεται σε περιοχές, με βάση αφενός μεν τη ροή των λυμάτων, αφετέρου δε τη συγκέντρωση του πληθυσμού. Και ακριβώς η τεχνική δυσκολία είναι να καταφέρουμε να έχουμε μία αντιπροσωπευτική εικόνα που να μπορεί να συμβαδίζει με τη λειτουργία του αποχευτευτικού συστήματος. Η στόχευση είναι να χωρίσουμε την πόλη σε 4 έως 5 ευρύτερες περιοχές. Σε καθεμία περιοχή θα έχουμε έναν σταθμό που θα μετράμε τα εκεί συγκεντρωνόμενα λύματα, ούτως ώστε να έχουμε συλλεκτήρες σε αυτά τα πέντε σημεία, δειγματολήπτες και να μην περιμένουμε να πάνε μέχρι τον κεντρικό βιολογικό καθαρισμό τα λύματα και να μπορέσουμε να δούμε σε κάθε περιοχή επιμέρους τι ιικό φορτίο υπάρχει», απαντά ο κ. Παπαδόπουλος.
Σμαρώ Αβραμίδου