Γουλιέλμο Μαρκόνι, εφυγε σαν σημερα

Ο μαρκήσιος Γουλιέλμο Μαρκόνι γεννήθηκε στη Μπολόνια της Ιταλίας, στις 25 Απριλίου 1874, από πατέρα Ιταλό (τον Τζιουζέπε Μαρκόνι) και μητέρα Ιρλανδέζα (την Άννι Τζέιμσον). Η οικονομική ευμάρεια του πατέρα του επέτρεψε στον νεαρό Γουλιέλμο να κάνει ιδιωτικές σπουδές στη Μπολόνια, στη Φλωρεντία και αργότερα στο Λιβόρνο. Ως παιδί δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο[19]. Όμως έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες και ιδιαίτερα για τις έρευνες πάνω στον ηλεκτρισμό, πειραματιζόμενος στην κατασκευή μίας συσκευής που θα μετέτρεπε τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα σε ηλεκτρική ενέργεια.

Ο Μαρκόνι διάβασε με πολύ ενδιαφέρον τις θεωρίες του Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ ότι υπήρχαν ηλεκτρομαγνητικά κύματα, γεγονός που επιβεβαίωσαν αργότερα, το 1887, οι έρευνες του διάσημου Γερμανού φυσικού Χάινριχ Χερτς, που πραγματοποίησε σειρά από σχετικά πειράματα στην Καρλσρούη. Εκείνη την εποχή ο Μαρκόνι ήταν μαθητής του Ιταλού επιστήμονα Αουγκούστο Ρίγκι, καθηγητή της φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Ο Μαρκόνι -όπως έλεγε αργότερα- έκανε τότε τη σκέψη ότι δεν θα περνούσε πολύς καιρός και τα κύματα αυτά θα προίκιζαν την ανθρωπότητα με ένα καινούργιο και ισχυρό μέσο επικοινωνίας.

Έτσι, το 1895, σε ηλικία 21 ετών, άρχισε στη Μπολόνια τα πειράματά του στην ασύρματη τηλεγραφία. Ο Μαρκόνι δεν ανακάλυψε καμία νέα ή επαναστατική αρχή στο σύστημα ασύρματης τηλεγραφίας αλλά περισσότερο συναρμολόγησε και βελτίωσε μία σειρά από παράγοντες, που ενοποίησε και προσάρμοσε στο δικό του σύστημα[20]. Κατασκευάζοντας και θέτοντας σε λειτουργία απλές συσκευές αποτελούμενες από επαγωγικά πηνία και πρόχειρους αναμεταδότες, ο Μαρκόνι σημείωσε επιτυχία από την αρχή. Η πρωτόγονη συσκευή του αποτελείτο από ένα σύρμα επαγωγής και από ένα κλειδί του Μορς που έδινε σήματα. Ο πομπός του ήταν ένα συνεχώς διακοπτόμενο κύκλωμα, που παρήγε σπινθήρες, σαν αυτό δηλαδή που χρησιμοποιούσε ο καθηγητής του, Αουγκούστο Ρίγκι, ενώ ο δέκτης του ήταν μία βελτιωμένη έκδοση του δέκτη του Εντουάρ Μπρανλύ, το τοπικό κύκλωμα του οποίου κλεινόταν από έναν διακόπτη.

Προς το τέλος αυτών των πειραμάτων του ο Μαρκόνι καινοτόμησε, συνδέοντας τη μία άκρη του διακοπτόμενου κυκλώματος σε μια κεραία, και την άλλη στη γη, φτιάχνοντας έτσι για πρώτη φορά ένα πρακτικό σύστημα ασύρματου σηματοδότη[21]. Μ’ αυτό πέτυχε να μεταδώσει μηνύματα σε απόσταση μεγαλύτερη των 1.500 μέτρων.

Το 1896 είχε αυξήσει την απόσταση στα 2,4 χιλιόμετρα. Τον Φεβρουάριο του 1896 ο Μαρκόνι έκανε αίτηση στο υπουργείο Επικοινωνιών της Ιταλίας θέλοντας να παρουσιάσει την εφεύρεσή του, αλλά οι υπεύθυνοι τον αγνόησαν. Τον ίδιο χρόνο πήγε τη συσκευή του στην Αγγλία, όπου υπέβαλε αίτηση να του χορηγηθεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Το 1897 ο Μαρκόνι έκανε στην Αγγλία αρκετές δημόσιες επιδείξεις τής ολοένα και πιο βελτιωμένης συσκευής του. Τον ίδιο χρόνο ο ασύρματος έγινε εμπορική πραγματικότητα με την ίδρυση της εταιρείας Wireless Telegraph & Signal Company, που αργότερα πήρε στην επωνυμία της το όνομα του Μαρκόνι.

Τον Ιούλιο του 1897 ο Μαρκόνι δημιούργησε έναν ασύρματο σταθμό στη Λα Σπέτσια της Ιταλία, για την ιταλική κυβέρνηση και στις 27 Μαρτίου 1899 εξέπεμψε για πρώτη φορά σήματα πάνω από τη Μάγχη, από το Βιμερό της Γαλλίας ως το φάρο του Νότιου Φόρλαντ στην Αγγλία. Το ίδιο καλοκαίρι τα σήματά του ταξίδευαν σε απόσταση άνω των 100 χιλιομέτρων, στέλνοντας μηνύματα σε πολεμικά πλοία που έκαναν γυμνάσια.

Χρησιμοποιώντας ψηλότερες κεραίες και μεγαλύτερο μήκος κύματος ο Μαρκόνι πέτυχε να μεγαλώσει πιο πολύ τις αποστάσεις μεταδόσεως, με όλα αυτά όμως οι επιστήμονες εκείνης της εποχής τον κορόιδευαν όταν έλεγε ότι θα κατάφερνε να περάσει με τα κύματα της συσκευής του τον Ατλαντικό, να τον “ζεύξει” κατά την έκφρασή του.

Το φθινόπωρο του 1899 έλαβαν χώρα οι πρώτες επιδείξεις στις Η.Π.Α., με τη μετάδοση των αγώνων ιστιοπλοΐας του Κυπέλλου Αμερικής. Ο Μαρκόνι έπλευσε προς τις Η.Π.Α. μετά από πρόσκληση της εφημερίδας New York Herald για την κάλυψη των αγώνων, οι οποίοι διεξάγονταν έξω από το Σάντι Χουκ στο Νιού Τζέρσεϊ. Η μετάδοση έγινε από το κατάστρωμα του επιβατηγού πλοίου SS Ponce.

Τον Οκτώβριο του 1900 ο Μαρκόνι έκανε στην Κορνουάλη την εγκατάσταση του πρώτου σταθμού ασυρμάτου μεγάλων αποστάσεων. Οι κεραίες του είχαν ύψος 70 μέτρα, όμως επειδή μία ανεμοθύελλα τις έσπασε, αναγκάστηκε να τις κατεβάσει 10 μέτρα χαμηλότερα. Έπειτα από τον σταθμό εκπομπής ήρθε η σειρά του σταθμού λήψεως, πέραν του Ατλαντικού. Πράγματι ο Μαρκόνι εγκατέστησε έναν τέτοιο σταθμό στη Νέα Γη. Οι κεραίες του, με τη βοήθεια χαρταετών, έφταναν στο ύψος των 140 μέτρων. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1901, από την Κορνουάλη μετέδωσε στη Νέα Γη μία σειρά από σήματα. Με την πρώτη προσπάθεια ο Μαρκόνι είχε γεφυρώσει τον Ατλαντικό[23]. Όταν μαθεύτηκε το νέο, ο Νίκολα Τέσλα, ανταγωνιστής του Μαρκόνι στις υπερατλαντικές μεταδόσεις σημάτων, δήλωσε: “Ο Μαρκόνι είναι καλός συνάδελφος. Αφήστε τον να συνεχίσει. Χρησιμοποιεί δεκαεπτά από τις πατέντες μου”.

Στις 26 Μαρτίου 1930 κατάφερε να ανάψει τα φώτα του δημαρχείου του Σίδνεϊ από απόσταση 16.500 χιλιομέτρων καθώς ο ίδιος βρισκόταν στη θαλαμηγό «Elettra» που ήταν αγκυροβολημένη στο λιμάνι της Γένοβας.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1931, ο Μαρκόνι έκανε την εισαγωγή στην πρώτη ραδιοφωνική εκπομπή από Πάπα, του Πίου ΙΑ΄, ανακοινώνοντας από το μικρόφωνο: “Με τη βοήθεια του Θεού, ο οποίος διαθέτει τόσες πολλές μυστηριώδεις δυνάμεις της φύσης στη διάθεση του ανθρώπου, είχα τη δυνατότητα να προετοιμάσω αυτό το μέσο που θα δώσει στους πιστούς όλου του κόσμου τη χαρά να ακούσουν τη φωνή του Άγιου Πατέρα.

Το 1932 ο Μαρκόνι εγκατέστησε ένα πρόδρομο σύστημα κινητού τηλεφώνου ανάμεσα στην πόλη του Βατικανού και στο ανάκτορο Καστέλ Γκαντόλφο, ώστε να μπορούν οι καρδινάλιοι να επικοινωνούν άμεσα με την κατοικία του πάπα.

Η μεγαλοφυία του Μαρκόνι φάνηκε πολύ χρήσιμη στην ανθρωπότητα και όταν ο μεγάλος εφευρέτης πέθανε στη Ρώμη, στις 20 Ιουλίου 1937, έφυγε από τη ζωή γεμάτος δόξα και τιμές.
Ο αληθινός εφευρέτης του ραδιοφώνου?Αν και ο Μαρκόνι θεωρήθηκε ευρέως ως ο εφευρέτης του ραδιοφώνου, το γεγονός αμφισβητήθηκε από πολλούς επιστήμονες, καθώς το σύνολο σχεδόν των πατεντών που είχε χρησιμοποιήσει ήταν του Νίκολα Τέσλα. Προκλήθηκαν έντονες διαμάχες και η υπόθεση κατέληξε το 1943 στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο και δικαίωσε τον Τέσλα

Σχετικές δημοσιεύσεις