Ο ρόλος των Ευρωπαίων στην Επανάσταση του 1821

Η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων το 1821, ξεκίνησε κάτω από δυσμενείς συνθήκες.

Στη διεθνή πολιτική σκηνή, μόλις είχε συσταθεί η Ιερά Συμμαχία το 1815, από τις χώρες που νίκησαν τον Βοναπάρτη (Ρωσία, Πρωσία, Αυστρία, Βρετανία και από το 1818 η Γαλλία) και απέβλεπε στην κατάπνιξη κάθε επαναστατικού κινήματος στη Ευρώπη, μεγάλο μέρος της οποίας ήταν σε αναβρασμό, κάτω από την επίδραση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης.

Την Ελληνική Επανάσταση έσωσε η διπλωματική ιδιοφυΐα του Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου, ο οποίος πέτυχε να εξασφαλίσει τη μη επέμβαση των μελών της Ιεράς Συμμαχίας για την καταστολή της, με βασικό επιχείρημα ότι διέφερε από τις κοινωνικές επαναστάσεις που συντάραζαν την Ευρώπη: Ένα Χριστιανικό Έθνος, καταπιεζόταν αφόρητα από τη βαρβαρότητα του αλλόθρησκου Τούρκου κατακτητή.

Προϊόντος του χρόνου, καθώς η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να καταστείλει με τα όπλα την Επανάσταση, οι ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, προσανατολίστηκαν στη λύση της δημιουργίας ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αποβλέποντας στην προώθηση των συμφερόντων τους, η κάθε μια των δικών της. Παράλληλα, οι βιαιότητες που διαπράττονταν εναντίον των εξεγερμένων Ελλήνων ξεσήκωναν κύματα Φιλελληνισμού στην Ευρώπη.

H εξέλιξη του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα

Οι νίκες των Ελλήνων και οι τουρκικές αγριότητες το 1822 (με κορυφαία τη σφαγή της Χίου, που επρόκειτο να συγκλονίσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και να τη στρέψει υπέρ της ελληνικής υπόθεσης) εδραίωναν την πεποίθηση στην Ευρώπη ότι οι δύο λαοί δεν θα μπορούσαν πια να συνυπάρξουν. Παράλληλα, ένα έντονο κύμα Φιλελληνισμού αναπτύσσεται στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική.

Έτσι, ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Μονρόε, στο προσχέδιο Διαγγέλματός του το Δεκέμβριο του 1823, αναγνώριζε τη δημιουργία ελληνικής επικράτειας και πρότεινε στο Κογκρέσο την αποστολή πρεσβευτή (το γνωστό ως «δόγμα Μονρόε», η πρώτη ευνοϊκή εκδήλωση από Μεγάλη Δύναμη για την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας).

Το 1824 η Ρωσία υπέβαλλε ένα σχέδιο στις Δυνάμεις που έμεινε γνωστό ως «σχέδιο των τριών τμημάτων», τριών, δηλαδή, ημιαυτόνομων περιοχών στον Ελλαδικό χώρο, που έγινε καταρχήν αποδεκτό από τη Γαλλία, την Πρωσία και την Αυστρία, προσέκρουσε όμως στην αντίδραση της Αγγλίας, στη συνδρομή της οποίας κατέφυγαν οι Έλληνες, που δεν τους ικανοποιούσε το ρωσικό σχέδιο, η ανταπόκριση, ωστόσο, της Βρετανίας ήταν επιφυλακτική. Αρνητική υπήρξε και η απάντηση του Βρετανού υπουργού εξωτερικών Κάνιγκ στο αίτημα των Ελλήνων να τεθούν υπό την προστασία της Βρετανίας, γνωστό ως «Πρᾶξι Ὑποταγῆς» (Act of Submission), στις 21 Ιουλίου του 1825. Η κίνηση αυτή, ωστόσο, ενθάρρυνε τον Βρετανό υπουργό να αποπειραθεί να λύσει το ελληνικό ζήτημα, αποκομίζοντας τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την Αγγλία.

Στις 4 Απριλίου του 1826 υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας, το οποίο κατέλυε, κατ’ ουσίαν, την Ιερά Συμμαχία και ήταν το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στην Ελλάδα.

Παρά τη δυσμενή για τους Έλληνες εξέλιξη του αγώνα το επόμενο χρονικό διάστημα, (εμφύλιος, απόβαση του Ιμπραήμ, καταστροφή των Ψαρών και της Κάσου, καταστολή της Επανάστασης στην Κρήτη, η πολιορκία και η ηρωική πτώση του Μεσολογγίου), τα συμφέροντα των Δυνάμεων προσανατολίζονταν όλο και περισσότερο προς την ελληνική πλευρά.

Η στάση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων κατά την τελική φάση του αγώνα

Στις 6 Ιουλίου 1827 υπογράφεται η συνθήκη του Λονδίνου, με ου-σιαστική προσθήκη την απαίτηση των Δυνάμεων για ανακωχή μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, καθορίζοντας και μέσα εξαναγκασμού σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, παρεμβαίνοντας έτσι στα εσωτερικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αναγνωρίζοντας τους Έλληνες σαν ισότιμο συμβαλλόμενο μέρος.

Η μη συμμόρφωση της Πύλης προς τις υποδείξεις των τριών Δυνάμεων, είχε σαν επακόλουθο την αποστολή πολεμικών τους πλοίων που θα επέβλεπαν στην τήρηση της συμφωνίας. Ακολούθησε η σύγκρουση στο Ναβαρίνο στις 8 Οκτωβρίου του 1827. Η καταστροφή του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου, άνοιξε οριστικά τον δρόμο για την ελληνική ανεξαρτησία.

Ποιος ήταν ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη διαμόρφωση της οικονομικής πραγματικότητας

Από την έναρξη του αγώνα, οι επαναστατικές κυβερνήσεις αντιλαμβάνονταν ότι η εξέγερση δεν ήταν δυνατόν να συντηρηθεί χωρίς οικονομική ενίσχυση από το εξωτερικό και αναζήτησαν πηγές δανειοδότησης. Εγγυητική βάση για κάτι τέτοιο, ήταν η υποθήκευση των «εθνικών κτημάτων».

Μετά από πολλές παρακινδυνευμένες απόπειρες και ύποπτες τυχοδιωκτικές προτάσεις, επετεύχθη η σύναψη δύο εξωτερικών δανείων στην Αγγλία, το 1824 και το 1825. Ο χρηματιστηριακός πυρετός του Λονδίνου, η τάση του κεφαλαίου για ριψοκίνδυνες επενδύσεις και ο κερδοσκοπικός τυχοδιωκτισμός, υπό το προσωπείο του φιλελληνισμού, αποτελούσαν ευνοϊκές προϋπο-θέσεις για τη σύναψη αυτή. Ως γνωστόν, το χέρι που δίνει, είναι πάντα πιο δυνατό, από το χέρι που παίρνει.

Οι όροι ήταν ιδιαίτερα επαχθείς και στις δύο περιπτώσεις για την Ελλάδα, ενώ η κατηγορία που εκτοξεύτηκε από τους ξένους -και υιοθετήθηκε δουλικά και ανεξέταστα από τους Έλληνες- ότι δήθεν καταληστεύτηκε η αγγλική «δωρεά» στο υπό ίδρυση κράτος, πολύ απέχει από την αλήθεια, όπως έχει αποδείξει η σύγχρονη Ελληνική έρευνα, με τα αδιάσειστα στοιχεία των αριθμών.

Οι προσπάθειες του Καποδίστρια βελτίωσαν κάπως τη δημοσιονομική κατάσταση. Από τον Μάιο και μετά, η Ρωσία αποφασίζει την αποστολή 500.000 ρουβλιών και η Γαλλία 500.000 φράγκων κατά μήνα. Κατά το 1831 έστειλε και η Αγγλία 500.000 φράγκα, που έφτασαν μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη.

Κύριο χαρακτηριστικό της Οθωνικής περιόδου, αποτελεί η προσπάθεια συγκρότησης της Ελληνικής εθνικής οικονομίας. Η παρουσία εγχώριου κεφαλαίου ήταν ελλιπής και η κυβέρνηση αντιμετώπιζε πρόβλημα στην κινητοποίηση των κεφαλαίων που υπήρχαν. Επαφές και διαπραγματεύσεις με ξένες Τράπεζες, οδήγησαν στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος το 1841.

Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας

Η επιρροή των τριών Μεγάλων Δυνάμεων άρχιζε ήδη κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως και επεκτείνεται σε όλη την Οθωνική περίοδο [ 1832 – 1863 ], αλλά και μετά από αυτήν. Τα πρώτα ελληνικά πολιτικά κόμματα αναφέρονταν ως «αγγλικό», «γαλλικό» και «ρωσικό». Η εμπλοκή των Δυνάμεων στις ελληνικές υποθέσεις και η κηδεμονία τους στο νεοσύστατο κράτος, οφειλόταν στη γεωστρατηγική σημασία του για τη διασφάλιση των βλέψεων τους στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η συνεχής πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα, αποτελούσε μία από τις κύριες αιτίες επέμβασης τους.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων παρατάξεων είχε σαν συνέπεια την προσφυγή στις τρεις Δυνάμεις και, καθώς τα συμφέροντα των τελευταίων συγκρούονταν, συχνά, αντί της σταθερότητας, προκαλούσαν ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια.

Εξάλλου, η οικονομική καχεξία και η στρατιωτική αδυναμία του ελληνικού κράτους οδηγούσε στην διαπραγματευτική μειονεκτικότητα του έναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, εντός των ορίων της οποίας συνέχιζαν να ζουν υπόδουλοι περισσότεροι από τα δύο τρίτα του Ελληνικού Έθνους.

Την αδυναμία αυτήν οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες προσπαθούσαν να αντισταθμίσουν με την βοήθεια των Δυνάμεων, με τίμημα τις επεμβάσεις στη σύνθεση των ελληνικών κυβερνήσεων και την αντίδραση στην ελληνική εξωτερική πολιτική, που απέβλεπε στην απελευθέρωση των υπολοίπων ελληνικών εδαφών.

Εν κατακλείδι, οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις, ενεπλάκησαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων για τη διασφάλιση των συγκρουόμενων συμφερόντων τους. Καθώς το νεοελληνικό κράτος που προέκυψε ήταν οικονομικά καχεκτικό και πολιτικά ασταθές, ο ρόλος των τριών μεγάλων Δυνάμεων υπήρξε καθοριστικός στη διαμόρφωση τόσο της οικονομικής όσο και πολιτικής πραγματικότητας του νεοσύστατου αυτού κράτους. Κάτι που εξακολουθεί λίγο- πολύ να συμβαίνει ακόμα και σήμερα.

Αυτό το ‘’κουτσό’’ ξεκίνημα του ελληνικού κράτους εξηγεί τις διάφορες παθογένειες ανάμεσα στις οποίες μονίμως αμφιταλαντεύονται οι Νεοέλληνες– ραγιαδισμός από τη μία, μεγαλοϊδεατισμός από την άλλη. Όπως βέβαια και οι αιώνες σκλαβιάς που προηγήθηκαν. Οπότε, όταν κάνουμε την αυτοκριτική μας σαν λαός (όπως οφείλουμε άλλωστε) καλό είναι να τα λάβουμε όλα αυτά υπόψη- κι ας είμαστε λίγο επιεικείς.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι πολύ σπάνιο να εμφανιστεί ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, που με τις ικανότητες, την οξυδέρκεια και τη θέληση του Ιωάννη Καποδίστρια, σε βαθμό που κατάφερε ν’ αλλάξει τον ρου της Ιστορίας. Τού χρωστάμε πολλά περισσότερα απ’  όσα χρωστάμε σ όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις μαζί- κι όμως, για όλες τις υπηρεσίες του, τον ξεπληρώσαμε με μια σφαίρα και μια μαχαιριά.

Σχετικές δημοσιεύσεις