Ο Κώστας Κρυστάλλης ή Κρουστάλλης (1868-1894) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος

Γεννιέται το 1868 και πεθαίνει είκοσι έξι χρονών. Πρόκειται για εκπληκτικό φαινόμενο. Ήρθε στα γράμματα με μια γλώσσα τσοπάνικη και την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού. Αλλά δε μένει πολύ, για να δώσει γρήγορα στην ποίηση του τη σφραγίδα της προσωπικότητας του. Τη γρήγορη αφύπνιση του τη χρωστά στον ερχομό του στην Αθήνα το 1888, στην εποχή της αστικής πνευματικής αναγέννησης.

Συνομήλικος του Ξενόπουλου, του Ταγκόπουλου και άλλων. Η προέλευση του από την τουρκοπατημένη Ήπειρο τον φέρνει αντικειμενικά σε μειονεκτική θέση απέναντι των άλλων ως προς τις πνευματικές προϋποθέσεις. Ο Ξενόπουλος π.χ. μεγαλώνει στην αστική Ζάκυνθο, έρχεται στην Αθήνα για το Πανεπιστήμιο όντας σοσιαλιστής, βέβαια ρομαντικός. Ο Κρυστάλλης αντίθετα, έρχεται από μια περιοχή σκλαβωμένη που ζητάει τη λευτεριά της, από όπου όμως λείπει η κοινωνική τάξη, που θ’ αναλάβει τον απελευθερωτικό αγώνα.

Η Ηπειρο-θεσσαλική επανάσταση του 1878 βρήκε τον Κρυστάλλη δέκα χρονών. Στο τέλος του 1888 θα βρεθεί στην Αθήνα πολιτικός πρόσφυγας. Ο Βαλαωρίτης είναι πεθαμένος, δεν παύει όμως να λογαριάζεται στις αναζητήσεις των νέων, που θα θεμελιώσουν την πνευματική αναγέννηση. Είπαμε πως η Ήπειρος δε φωτίζει πια μα φωτίζεται. Αλλά ο αθηναϊκός διαφωτισμός δεν είναι ο διαφωτισμός της Ευρώπης του 18ου αιώνα και του 1821. Δεσπόζει τώρα η Μεγάλη Ιδέα.

Ο καταδιωκόμενος από τους Τούρκους νεαρός Ηπειρώτης το μόνο εφόδιο που κουβαλά μαζί του είναι μια σιδερένια φλογέρα. Δεν έχει που να γείρει το κεφάλι του. Όταν περνούσε τα ελληνο-τουρκικά σύνορα κρυφά, πίστευε πως θα έβρισκε στην Αθήνα, το «φάρο της Ανατολής», όπως τη λέγανε, τη ζεστή αγκαλιά της μάνας πατρίδας. Όμως κανείς δεν τον πρόσεξε. Τον είδαν όπως είδαν οι Ζακυνθινές αρχόντισσες τις Μεσολογγίτισσες που βγήκαν στο νησί να ζητιανέψουν για το πολιορκημένο Μεσολόγγι.

Για την τραγωδία του μιλάει ο ίδιος στις επιστολές του προς διάφορους εκλιπαρώντας: «… δεν ηδυνήθην να εύρω παρ’ ουδενός προστασίαν, ούτε παρά της κυβερνήσεως προς εξακολούθησιν των σπουδών μου, ως επεθύμουν, κατήντησα δε να μένω και ημερονύκτια τινα άνευ άρτου, απεφάσισα να κάμω οιανδήποτε εργασίαν εύρω, διά τον άρτον τουλάχιστον. Ούτω έγινα τυπογράφος… Τα συμπτώματα της καταστροφής μου τα βλέπω επί της υγείας μου…»

Σχετικές δημοσιεύσεις