1885 σαν σήμερα γεννήθηκε ο Αττικ

Ο Αττίκ (πραγματικό όνομα: Κλέων Τριανταφύλλου, 19 Μαρτίου 1885 – 29 Αυγούστου 1944)[3] ήταν Έλληναςσυνθέτηςστιχουργός και ερμηνευτής των τραγουδιών του. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του 20ού αιώνα.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος της Εριθέλγης Ραπτάκη. Από την μητέρα του ήταν εγγονός του Δημητρίου Ραπτάκη, ιατρού και βουλευτή Κυθήρων στην Ιόνιο Βουλή, και της Κλεπάτρας Κορωναίου, αδελφής του στρατιωτικού Πάνου Κορωναίου. Μεγάλωσε στην Αίγυπτο, όπου παρακολούθησε μαθήματα μουσικής. Το 1907 φτάνει στο Παρίσι, για να σπουδάσει πολιτικές και οικονομικές επιστήμες – ως συνέχεια των σπουδών του στη Νομική σχολή Αθηνών – όμως αποφάσισε να τις εγκαταλείψει γρήγορα για να γραφτεί στο Ωδείο Παρισίων, όπου θα έχει καθηγητές τον Γκαμπριέλ Φωρέ, τον Καμίλ Σεν-Σαέν και τον Εμίλ Πεσάρ. Στο Παρίσι είχε εκδώσει περίπου 300 συνθέσεις, τραγούδια, μουσική για πιάνο, για οπερέτα, για μπαλέτο κ.α. και έγινε ιδιαίτερα γνωστός. Συνεργάστηκε ως ηθοποιός με διάφορους θιάσους και συμμετείχε σε περιοδείες σε διάφορες χώρες ως το 1930, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δημιούργησε την περίφημη Μάντρα του Αττίκ.

Λίγο πριν από τον θάνατό του πρωταγωνίστησε στην ταινία Χειροκροτήματα του Γιώργου Τζαβέλλα που είχε κάποια σχεδόν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στην ταινία αυτή ο Αττίκ, κουρασμένος από τις κακουχίες της κατοχής και υπερβολικά μελοδραματικός, σε λίγα θύμιζε τη γεμάτη δυναμισμό και ευφυΐα προσωπικότητα του δημιουργού της «Μάντρας».[4] Τραγούδια του συνθέτη στην ταινία απέδωσε η ηθοποιός Ζινέτ Λακάζ.

Λίγους μήνες μετά αυτοκτόνησε παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Ένα επεισόδιο με ένα Γερμανό στρατιώτη που τον χτύπησε καθώς οδηγούσε το ποδήλατό του φαίνεται πως στάθηκε η αφορμή για μια προαναγγελθείσα αυτοκτονία, αποτέλεσμα κατάθλιψης στην οποία είχε περιπέσει[5].

Μοναδικά τραγούδησαν τα τραγούδια του η Κάκια Μένδρη (προπολεμικά) και η Δανάη (μεταπολεμικά), και οι δυο υπήρξαν τραγουδίστριες της Μάντρας και δικές του “ανακαλύψεις”. Η Στέλλα Γκρέκα είπε επανειλημμένως πως η ερμηνεία της Νινής Ζαχά στο δίσκο LP “Η Νινή Ζαχά στα ωραιότερα τραγούδια του Αττίκ” (1969) είναι η ιδανική ερμηνεία των τραγουδιών του.

Ορισμένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του είναι τα:

  • Παπαρούνα (1936), ερμ. Δανάη
  • Της μιας δραχμής τα γιασεμιά (1939). Το τραγούδι αυτό γεννήθηκε από μια σύντομη απιστία της Σούρα, Ρωσίδας χορεύτριας την οποία νυμφεύθηκε σε τρίτο γάμο το 1919.[6]
  • Είδα μάτια (1909)
  • Ζητάτε να σας πω (1930) ερμ. Δανάη. Σύμφωνα με θρύλο της εποχής, ο Αττίκ (γνωστός για την αυτοσχεδιαστική του ικανότητα) αυτοσχεδίασε το τραγούδι στη «Μάντρα». Ο δεύτερος γάμος του Αττίκ με την καλλονή της εποχής, την ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου (η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον πολιτικό Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας Μερκούρη), είχε ατυχή κατάληξη. Κάποιο βράδυ η Φιλιππίδου με το νέο σύζυγό της εμφανίστηκε στη Μάντρα και το κοινό, περιπαιχτικά, άρχισε να ζητά το Είδα Μάτια, που ήταν γραμμένο για εκείνην. Ο Αττίκ αποσύρθηκε πικραμένος, και μετά από 10 λεπτά, αφού αυτοσχεδίασε, επέστρεψε και έπαιξε το Ζητάτε να σας πω ως απάντηση.
  • Μαραμένα τα γιούλια (1935), ερμ. Δανάη
  • Άδικα πήγαν τα νιάτα μου (1936) ερμ. Αττίκ
  • Αν βγουν αλήθεια (1920)
  • Τα καημένα τα νιάτα (1918)
  • Πόσο λυπάμαι(πικραμένος για τα νιάτα του που είχαν περάσει, έγραψε αυτό το τραγούδι για την τελευταία του αγάπη, μία νεαρή Ιταλίδα που δούλευε στη “Μάντρα” μαζί του. Δεν της αποκάλυψε ποτέ τα αισθήματά του, καθώς πίστευε η ηλικία του δεν του το επέτρεπε. Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η αγαπητή του υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Ιταλία, και ο Αττίκ, έτσι, δεν την ξαναείδε, το οποίο ακριβώς εκφράζει με τον στίχο του τραγουδιού: “Μα πως φοβάμαι, πως ίσως μια μέρα σε χάσω, και πώς να σε ξεχάσω, που τόσο σ’ αγαπώ”)

Σχετικές δημοσιεύσεις